-
1 ἠχώ
ἠχώ, οῦς, ἡ (s. nom. pr.), = ἠχή, Schall, Ton, bes. Wiederhall, H. h. 18, 21; Hes. Sc. 279. 348; κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος διῇξεν ἄντρων μυχόν Aesch. Prom. 133; ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ Pers. 383; vom Klageruf, Soph. El. 108; – vom Wiederhall, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς ἐπικοκκύστρια Ar. Ti. 1068; οἷον πνεῦμα ἤ τις ἠχὼ ἀπὸ λείων τε καὶ στερεῶν ἁλλομένη πάλιν ὅϑεν ὡρμήϑη φέρεται Plat. Phaedr. 255 c; – ἅπασαν τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχώ, ὡς ἀνδρὸς ἀπολομένου λογιμωτάτου, das Gerücht, Her. 9, 24, wie auch wir sagen: ganz Böotien hallte davon wieder.
-
2 ἀντῳδός
ἀντ-ῳδός, όν,A singing in answer, responsive,ἠχὼ λόγων ἀντῳδός Ar.Th. 1059
;ἀ. πανὶ κρέκων κέλαδον AP7.196
(Mel.); μέλος ἀ. ἠχεῖν, of birds, Ael.NA4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντῳδός
-
3 αντωδος
-
4 Ηχω
дор. Ἀχώ (ᾱ), οῦς ἥ (дор. voc. Ἀχοῖ) Эхо (нимфа, которая так исчахла от любви к Наркиссу, что сохранила лишь голос и не могла ни заговаривать первой, ни молчать, слыша чужой голос) Ov. Met. III, 357 ss.Ἠ. λόγων ἀντῳδός Arph. — Эхо, воспроизводящая (чужие) речи
-
5 ἀντ-ῳδός
-
6 ἐπι-κοκκάστρια
ἐπι-κοκκάστρια, ἡ, bei Ar. Th. 1059 ἠχώ, λόγων ἀντῳδὸς ἐπικ., die Nachäffende, Höhnende, wofür man ἐπικοκκύστρια, die Nachkukukende, vermuthet hat; Eust. 1761, 26 leitet es von ἐπικοκκάζειν ab.
-
7 επικοκκαστρια
ἥ насмешница, пересмешница ( эпитет Эхо) Ἠχώ, λόγων ἀντῳδὸς ἐ. Arph. Эхо, передразнивающая (чужие) слова (v. l. ἐπικοκκύστρια подражающая кукованию) -
8 ἐπικοκκάστρια
ἐπικοκκάστρια, ἡ,A mocker, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς ἐ. Ar.Th. 1059: Ar. Byz. ap. Eust.1761.26 refers it to a verb [full] ἐπικοκκάζω: masc. [full] ἐπικοκκαστής cj. in Timo 43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικοκκάστρια
См. также в других словарях:
αντωδός — ἀντῳδός, όν (Α) αυτός που απαντά με ωδή («ἠχὼ λόγων ἀντῳδός» η ηχώ που επαναλαμβάνει τους λόγους, Αριστοφάνης «μέλος ἀντῳδὸν ἠχεῑν» για πουλιά Αιλιανός) … Dictionary of Greek
επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… … Dictionary of Greek