-
1 ἀντῳδός
ἀντ-ῳδός, όν,A singing in answer, responsive,ἠχὼ λόγων ἀντῳδός Ar.Th. 1059
;ἀ. πανὶ κρέκων κέλαδον AP7.196
(Mel.); μέλος ἀ. ἠχεῖν, of birds, Ael.NA4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντῳδός
-
2 ἐπικοκκάστρια
ἐπικοκκάστρια, ἡ,A mocker, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς ἐ. Ar.Th. 1059: Ar. Byz. ap. Eust.1761.26 refers it to a verb [full] ἐπικοκκάζω: masc. [full] ἐπικοκκαστής cj. in Timo 43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικοκκάστρια
См. также в других словарях:
αντωδός — ἀντῳδός, όν (Α) αυτός που απαντά με ωδή («ἠχὼ λόγων ἀντῳδός» η ηχώ που επαναλαμβάνει τους λόγους, Αριστοφάνης «μέλος ἀντῳδὸν ἠχεῑν» για πουλιά Αιλιανός) … Dictionary of Greek
επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… … Dictionary of Greek