Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἠχέεις

См. также в других словарях:

  • ηχέεις — ἠχέεις, εσσα, εν (Α) ποιητ. τ. αντί ήχήεις* …   Dictionary of Greek

  • ἠχέεις — masc nom sg ἠχέω sound pres ind act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχέεντα — ἠχέεις neut nom/voc/acc pl ἠχέεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤχεεν — ἄγω lead plup ind act 3rd sg (epic ionic) ἄγω lead plup ind act 1st sg (epic ionic) ἄγω lead perf inf act (epic) ἠχέεις masc voc sg ἠχέεις neut nom/voc sg ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ἤ̱χεεν , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»