-
1 ηρχιερατεύσαμεν
-
2 ἠρχιερατεύσαμεν
См. также в других словарях:
ἠρχιερατεύσαμεν — ἀρχιερατεύω to be high priest aor ind act 1st pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηρχιερατεύσαμεν
2 ἠρχιερατεύσαμεν
ἠρχιερατεύσαμεν — ἀρχιερατεύω to be high priest aor ind act 1st pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)