Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἠρι-γένεια

См. также в других словарях:

  • ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • ηριγένεια — ἠριγένεια, ή (Α) 1. (για την Ηώ) αυτή που γεννήθηκε πρωί 2. το πρωί 3. η ημέρα 4. αυτή που γεννά κατά την άνοιξη («ἠριγένεια λέαινα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με την παθ. σημασία «αυτή που γεννήθηκε το πρωί» η λ. ηριγένεια < ήρι «νωρίς, πρωί», ενώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»