Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἠρεμαίως

См. также в других словарях:

  • ἠρεμαίως — ἠρεμαί̱ως , ἠρεμαῖος quiet adverbial ἠρεμαί̱ως , ἠρεμαῖος quiet masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρεμαίος — ἠρεμαῑος, αία, ον (AM) αυτός που δεν προκαλεί αναταραχή, που αντιμετωπίζεται με ηρεμία και αταραξία («ἠρεμαῑαι λῡπαι, ἡδοναί», Πλάτ.) αρχ. 1. φρ. «πῡρ ἠρεμαῑον» χαμηλός πυρετός (Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠρεμαῑα ήρεμα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»