-
1 ἠρεμής
(ἠρεμής, ές, = ἠρεμαῖος, nur im comparat.) ἠρεμέστερος, ruhiger, Xen. Cyr. 7, 5, 63, u. adv. ἠρεμεστέρως, 3, 1, 30. Auch Arist. Meteor. 2, 8 u. Theophr.
-
2 ἠρεμαῖος
ἠρεμαῖος (vgl. ἠρέμα), ruhig; γένεσις Plat. Polit. 306 e, nachher durch ἡσυχαῖος, βραδύς u. ä. erkl., dem σφοδρός, ὀξύς entgeggstzt, wie σμικρὰ καὶ ἠρεμαῖα verbunden ist Legg. V, 733 c; πῠρ, gelindes Fieber, Hippocr.; ἠρεμαιότερον, Arist. Meteor. 2, 8, Bekker ἠρεμαίτερον. – Adv. ἠρεμαίως, z. B. προςάγεσϑαι τῷ χαλινῷ, entgeggstzt dem ἐξαπιναίως σπᾶν, Xen. Equ. 9, 5; Sp. S. auch ἠρεμής.
-
3 ἠρέμα
ἠρέμα, vor einem Vokal ἠρέμας (verwandt mit ἔρημος, vgl. auch ἀτρέμας), sanft, leise, allmälig, langsam; ἥσυχος, ἠρέμα, κάνϑων ruft Trygäus dem Käfer zu Ar. Pax 81; oft bei Plat., ἠρέμας ἔχε Crat. 399 e, κατ' ἐμαυτόν, still für mich, Ax. 372, ἠρόμην, sanft, Prot. 333 e, wie Crat. 413 a u. öfter; ἐπιγελᾶν, παραμ υϑεῖσϑαι, Phaed. 62 a 83 a; Ggstz von σφόδρα, Phil. 24 c Theaet. 152 b; ἄχϑεσϑαι, Ep. XIII, 362 e; περιφέρεσϑαι, langsam, Rep. X, 617 a; ἠρέμα καὶ οὐκ ὀξὺ βλέπειν Arist. Meteor. 3, 4; ψέγειν, dem σφόδρα entgegengesetzt, Eth. 4, 5, vgl. 3, 1; Sp.; auch bei adj., ἠρ. λευκός dem παντελῶς λ. entgeggstzt, Arist. meteor. 3, 4; ἠρ. δεισιδαιμονέστερος D. L. 2, 11. Vgl. ἠρεμής u. ἠρεμαῖος.
См. также в других словарях:
γαλανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Αιτωλίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Αγράφων και της Δυτικής Στερεάς. Σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826). 2. Ευάγγελος. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek
Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… … Dictionary of Greek
Ιπποθόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρες του Νηρέα και της Δωρίδας, θεότητες της ήρεμης θάλασσας. 2. Μία από τις κόρες του Πελία, που σκότωσαν τον πατέρα τους. 3. Κόρη του Μήστορα, γιου του Περσέα, και της Λυσιδίκης, κόρης του… … Dictionary of Greek
Λόνγκφελοου, Χένρι Γουότζγουερθ — (Henry Wadsworth Longfellow, Πόρτλαντ, Μέιν 1807 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός ποιητής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Νέας Αγγλίας, σπούδασε στο κολέγιο Μπόουτεν και επισκέφθηκε δύο φορές την Ευρώπη. Το 1836 του ανατέθηκε η… … Dictionary of Greek
Νηρέας — Θεός της ήρεμης θάλασσας στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ν. ήταν πατέρας των Νηρηίδων και σύζυγος της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ο Ν. ήταν γιος της Γης και του Πόντου. «Άλιον γέροντα» (θαλασσινό γέρο) τον ονομάζει ο Όμηρος εμπνευσμένος από το θέαμα του αφρού που… … Dictionary of Greek
Νηρηίδες — Θεότητες της ήρεμης θάλασσας, φιλικές προς τους ανθρώπους. Ήταν πενήντα κατά τον Ησίοδο, ζούσαν στον βυθό της θάλασσας κοντά στον πατέρα τους, τον οποίο διασκέδαζαν με τους χορούς και τα τραγούδια τους, και δεν αναμειγνύονταν στις υποθέσεις των… … Dictionary of Greek
Ντικτόνιους, Έλμερ — (ElmerDiktonius, Χέλσινγκφορς 1896 – Ελσίνκι 1961). Φιλανδός σουηδόφωνος ποιητής. Γιος εργατών σπούδασε μουσική και σύνθεση στην πατρίδα του και στο εξωτερικό· κατόπιν αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και συνδέθηκε με την ομάδα των… … Dictionary of Greek