Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠπίας

  • 1 ηπίας

    ἠπίᾱς, ἤπιος
    gentle: fem acc pl
    ἠπίᾱς, ἤπιος
    gentle: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ηπίας

  • 2 ἠπίας

    ἠπίᾱς, ἤπιος
    gentle: fem acc pl
    ἠπίᾱς, ἤπιος
    gentle: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἠπίας

  • 3 ήπιος

    α, ο [ία, ον]
    1) кроткий, мягкий; незлобивый;

    μιλώ σε ήπιο τόνο — говорить в мягкой форме, мягким тоном;

    2) лёгкий, неопасный (о болезни);
    γρίππη ήπιας μορφής грипп в лёгкой форме; 3) мягкий (о погоде);

    ήπιο κλίμα — мягкий климат;

    ήπιος χειμώνας — мягкая зима

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ήπιος

См. также в других словарях:

  • ἠπίας — ἠπίᾱς , ἤπιος gentle fem acc pl ἠπίᾱς , ἤπιος gentle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

  • ατμόλουτρο — το 1. γενικό ή τοπικό λουτρό με υδρατμούς ή ατμούς μεταλλικών υδάτων για θεραπευτικούς σκοπούς (αρθροπάθειες, ρευματαλγίες, νευραλγίες) 2. συσκευή έμμεσης ήπιας θέρμανσης διαφόρων ευαίσθητων ουσιών …   Dictionary of Greek

  • δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • χολερίνη — η, Ν ιατρ. νόσος ήπιας διαδρομής, με χολεροειδείς κενώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • εντομογενείς μύκητες — Μύκητες, οι οποίοι τρέφονται με έντομα, ζωντανά ή νεκρά. Πολλοί προσβάλλουν ζωντανά έντομα και τους προκαλούν ασθένειες. Αυτή η ικανότητα είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη σε μερικές ομάδες μυκήτων που περιλαμβάνουν συγγενείς παρασιτικούς μύκητες. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κιλαουέα — (Kilauea). Ενεργό ηφαίστειο (υψόμ. 1.222 μ.) της Χαβάης, κωνικού σχήματος, ένα από τα ηφαίστεια με τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στον κόσμο. Ο κρατήρας του σχηματίστηκε από μία έκρηξη το 1790, έχει διάμετρο 4,5 χλμ. και βάθος περίπου 230 μ. Κοντά… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… …   Dictionary of Greek

  • σελαγινέλλα — (sellaginella). Μοναδικό γένος της οικογένειας των Σελαγινελλοειδών, της οποίας είναι γνωστά 500 600 είδη, κατά μεγάλο μέρος των θερμών και υγρών δασών της τροπικής ζώνης. Περιλαμβάνουν όμως και μερικά είδη των σκιερών αλλά υγρών τόπων του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»