-
1 ηπιόδωρος
-
2 ἠπιόδωρος
-
3 ηπιοδωρος
-
4 ἠπιόδωρος
ἠπῐό-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠπιόδωρος
-
5 ἠπιόδωρος
ἠπιό-δωρος: kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἠπιόδωρος
-
6 ἠπιόδωρος,
ἠπιό-δωρος, u. ήπιο-δώτης, milde Gaben gebend -
7 ηπιοδώρου
-
8 ἠπιοδώρου
-
9 ηπιόδωρε
-
10 ἠπιόδωρε
-
11 ηπιόδωροι
-
12 ἠπιόδωροι
См. также в других словарях:
ηπιόδωρος — ἠπιόδωρος, ον (Α) αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δωρος (< δώρον), πρβλ. ά δωρος] … Dictionary of Greek
ἠπιόδωρος — soothing by gifts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιοδώρου — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιόδωρε — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιόδωροι — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek