Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἠπιόδωρος

См. также в других словарях:

  • ηπιόδωρος — ἠπιόδωρος, ον (Α) αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δωρος (< δώρον), πρβλ. ά δωρος] …   Dictionary of Greek

  • ἠπιόδωρος — soothing by gifts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιοδώρου — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιόδωρε — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιόδωροι — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»