Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἠπιότης

См. также в других словарях:

  • ἠπιότης — gentleness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιότητα — ἠπιότης gentleness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιότητι — ἠπιότης gentleness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιότητος — ἠπιότης gentleness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

  • ηπιότητα — η (AM ἠπιότης) [ήπιος] η ιδιότητα τού ήπιου, η πραότητα αρχ. ευπείθεια …   Dictionary of Greek

  • ԶԳՕՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0729 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 14c գ. ἠπιότης lenitas, mansuetudo Հանդարտութիւն, հեզութիւն, մեղմութիւն. ուշիմութիւն. խելօքութիւն. ... *Զգօնութիւնն հանդարտութիւնն է. Լմբ. առակ.: *Ի հեզութիւն եւ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»