-
1 ἠπειρώτης
A landsman, Luc.Ind.19; ἄγειν ἀπειρώταν [ἰχθύν] to treat it as a landsman, Theoc.21.58 (prob. l.);ἵπποι Philostr.Im.1.30
.II Subst. -ώτης, ὁ, dweller on the mainland, opp. νησιώτης, Hdt.6.49, cf. 1.171, Isoc.4.132: fem. Adj., αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt.1.151, cf. 7.109, Th.1.5, al.; also ἠ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. ναυτική, ib.35, cf. 4.12;πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας Id.6.86
.2 Ἠπειρώτης, ου, ὁ, an Epirote, Arist.Fr. 494.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠπειρώτης
См. также в других словарях:
Πελασγιώτης — ὁ, θηλ. Πελασγιῶτις, ώτιδος, Α 1. το θηλ. ἡ Πελασγιῶτις μια από τις τέσσερεις περιοχές ή τετραρχίες στις οποίες χωριζόταν η Θεσσαλία κατά τους ιστορικούς χρόνους και η οποία περιλάμβανε την πεδιάδα τής Λάρισας μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο 2. ο… … Dictionary of Greek
Πηλουσιώτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κατοικούσε στο Πηλούσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλούσιον + κατάλ. ώτης (πρβλ. Ηπειρ ώτης)] … Dictionary of Greek
παραλιώτης — ὁ, Α ο κάτοικος παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλία + κατάλ. ώτης (πρβλ. ηπειρ ώτης)] … Dictionary of Greek