Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἠπειρωτικῶν

См. также в других словарях:

  • ἠπειρωτικῶν — ἠπειρωτικός continental fem gen pl ἠπειρωτικός continental masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασιακό εύρος — Η διαφορά μεταξύ των θερμοκρασιών ενός σώματος σε δύο διαφορετικούς χρόνους· ειδικά στη μετεωρολογία, είναι η διαφορά μεταξύ μέγιστων και ελάχιστων τιμών της θερμοκρασίας του αέρα ενός τόπου, που πραγματοποιούνται σε ορισμένο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πάργα — Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και… …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»