-
1 ηπειρωτικός
-
2 ἠπειρωτικός
-
3 ἠπειρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠπειρωτικός
-
4 ηπειρωτικός
continentalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ηπειρωτικός
-
5 ηπειρωτικά
ἠπειρωτικόςcontinental: neut nom /voc /acc plἠπειρωτικά̱, ἠπειρωτικόςcontinental: fem nom /voc /acc dualἠπειρωτικά̱, ἠπειρωτικόςcontinental: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ἠπειρωτικά
ἠπειρωτικόςcontinental: neut nom /voc /acc plἠπειρωτικά̱, ἠπειρωτικόςcontinental: fem nom /voc /acc dualἠπειρωτικά̱, ἠπειρωτικόςcontinental: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ηπειρωτικών
-
8 ἠπειρωτικῶν
-
9 ηπειρωτικόν
-
10 ἠπειρωτικόν
-
11 ήπερ
ἠπειρωτικόςcontinental: indeclform (conj)——————ἥ, ὁlentil: fem nom /voc sgἥ, ὅςyas: fem nom sg (attic homeric ionic)——————ἧ, ἧwhere: indeclform (adverb)ἧ, ὁlentil: fem nom /voc sg——————ᾗπερindeclform (conj) -
12 ηπειρωτική
-
13 ἠπειρωτικῇ
-
14 ηπειρωτικής
-
15 ἠπειρωτικῆς
-
16 ηπειρωτικαίς
-
17 ἠπειρωτικαῖς
-
18 ηπειρωτικαί
-
19 ἠπειρωτικαί
-
20 ηπειρωτικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἠπειρωτικός — continental masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπειρωτικός — ή, ό (AM ἠπειρωτικός, ή, όν) [ηπειρώτης] 1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή… … Dictionary of Greek
ηπειρωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε ήπειρο: Ηπειρωτικό κλίμα. – Ηπειρωτική περιοχή της Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηπειρώτικος — η, ο αυτός που έχει σχέση με την Ήπειρο: Ηπειρώτικη ενδυμασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηπειρωτικός Αποκλεισμός — Μέτρο που υιοθέτησε ο Ναπολέων –με διάταγμα που εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1806 στο Βερολίνο– ως απάντηση στον αποκλεισμό των γαλλικών ακτών από τη Μεγάλη Βρετανία. Απαγόρευε κάθε εμπορική συναλλαγή με τα βρετανικά νησιά, θεωρούσε αιχμαλώτους… … Dictionary of Greek
ἠπειρωτικά — ἠπειρωτικός continental neut nom/voc/acc pl ἠπειρωτικά̱ , ἠπειρωτικός continental fem nom/voc/acc dual ἠπειρωτικά̱ , ἠπειρωτικός continental fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρωτικῶν — ἠπειρωτικός continental fem gen pl ἠπειρωτικός continental masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρωτικόν — ἠπειρωτικός continental masc acc sg ἠπειρωτικός continental neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρωτικαῖς — ἠπειρωτικός continental fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρωτικαί — ἠπειρωτικός continental fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρωτικοῖς — ἠπειρωτικός continental masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)