-
1 ἠπίαλος
ἠπίαλος, ὁ, ein bösartiges Fieber mit dem Zusatz πυρετός u. ohne diesen, Hippocr.; wobei Hitze u. bes. heftiger Frost im ganzen Körper empfunden wird, Medic.; Fieberfrost, Theogn. 174; Ar. Vesp. 1038 Schol. τὸ τοῦ πυρετοῠ κρύος; B. A. 42 wird es ῥιγοπύρετον erklärt. – Phrynich. bei Ath. II p. 44 d nennt einen frostigen Dichter ἀηδόνων ἠπίαλος, ὕμνος Ἅιδου, der den Nachtigallen ein Fieber ist, ihnen ein Fieber einflößt. – Nach Eust. 1687, 52 auch = Vorigem, wie Didym. nach dem Schol. es auch bei Ar. a. a. O. erklärte.
-
2 ἠπίαλος
-
3 φρῑκ-ώδης
φρῑκ-ώδης, ες, 1) von rauher, unebener Art, τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende. – 2) schauerlich, schauderhaft; Eur. Hipp. 1202. 1216; ὄψις Ar. Ran. 1331; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von ἠπίαλος, Medic. – Uebh. mit δεινός vrbdn, Andoc. 1, 29; ἁγιώτατα ἔχει καὶ φρικωδέστατα Dem. 24, 74.
-
4 φρῑκώδης
φρῑκ-ώδης, ες, (1) von rauher, unebener Art; τὸ φρικῶδες, das Rauhe, Emporstehende; (2) schauerlich, schauderhaft; πυρετὸς φρ., Schauerfieber mit äußerlicher Hitze, Ggstz von ἠπίαλος
См. также в других словарях:
ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… … Dictionary of Greek
ἠπίαλος — ague masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιάλοις — ἠπίαλος ague masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιάλου — ἠπίαλος ague masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιάλους — ἠπίαλος ague masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιάλων — ἠπίαλος ague masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιάλῳ — ἠπίαλος ague masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπίαλοι — ἠπίαλος ague masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπίαλον — ἠπίαλος ague masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως … Dictionary of Greek
ηπίολος — ἡπίολος και ἡπιόλης, ό (Α) μικρή πεταλούδα που πετά γύρω από το φως, ο πυραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπίαλος] … Dictionary of Greek