-
1 ημάτιος
-
2 ἠμάτιος
-
3 ἠμάτιος
ἠμάτιος, p. = ἡμερήσιος, bei Tage, am Tage; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2, 204; μέλισσαι ἠμάτιαι σπεύδουσι Hes. Th. 597; φέγγος, das Tageslicht, Paul. gil. 64 (IX, 651); Ggstz ἔννυχος, Arat. 580. – Aber Il. 9, 71, τὸν νῆες Ἀχαιῶν ἠμάτιαι Θρῄκηϑεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσιν, ist es = täglich.
-
4 ηματιος
31) дневной(φέγγος Anth.)
2) работающий днем(μέλισσαι Hes.)
ἠματίη ὑφαίνεσκεν ἱστόν Hom. — днем (Пенелопа) ткала полотно3) ежедневныйοἶνος, τὸν νῆες ἠμάτιαι ἄγουσιν Hom. — вино, которое корабли ежедневно привозят
-
5 ἠμάτιος
A by day,ἠματίη μὲν δφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.104
, cf. 19.149; ἠμάτιαι σπεύδουσι [μέλισσαι] Hes.Th. 597; ἠ. φέγγος, i.e. the sun, AP9.651 (Paul. Sil.).2 day by day, daily, Il.9.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠμάτιος
-
6 ἠμάτιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἠμάτιος
-
7 ἠμάτιος
-
8 παν-ημάτιος
παν-ημάτιος, den ganzen Tag lang, Opp. Hal. 1, 696. S. πανημέριος.
-
9 ἐπ-ημάτιος
ἐπ-ημάτιος, α, ον, für den Tag, täglich; ἐπημάτιαι ἀγέρονται Ap. Rh. 3, 893; Opp. Hal. 3, 229.
-
10 ὑπ-ημάτιος
ὑπ-ημάτιος, gegen den Tag, am Morgen, Opp. Hal. 4, 640.
-
11 ηματίη
ἠμάτιοςby day: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἠμάτιοςby day: fem dat sg (epic ionic) -
12 ηματίων
-
13 ἠματίων
-
14 ημάτιον
-
15 ἠμάτιον
-
16 ηματία
-
17 ἠματίᾳ
-
18 ηματίαις
-
19 ἠματίαις
-
20 ηματίην
См. также в других словарях:
ημάτιος — ἠμάτιος, ίη, ον (Α) (ποιητ. τ. τού ημερήσιος) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, τος «μέρα»] … Dictionary of Greek
ἠμάτιος — by day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίων — ἠμάτιος by day fem gen pl ἠμάτιος by day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠμάτιον — ἠμάτιος by day masc acc sg ἠμάτιος by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίαις — ἠμάτιος by day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίη — ἠμάτιος by day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίην — ἠμάτιος by day fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίοις — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίοισι — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίοισιν — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠματίῃ — ἠμάτιος by day fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)