Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠμάτιος

См. также в других словарях:

  • ημάτιος — ἠμάτιος, ίη, ον (Α) (ποιητ. τ. τού ημερήσιος) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, τος «μέρα»] …   Dictionary of Greek

  • ἠμάτιος — by day masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίων — ἠμάτιος by day fem gen pl ἠμάτιος by day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠμάτιον — ἠμάτιος by day masc acc sg ἠμάτιος by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίαις — ἠμάτιος by day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίη — ἠμάτιος by day fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίην — ἠμάτιος by day fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίοις — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίοισι — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίοισιν — ἠμάτιος by day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠματίῃ — ἠμάτιος by day fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»