Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠλιθίῳ

См. также в других словарях:

  • ηλιθιώ — ἠλιθιῶ, όω (Α) [ηλίθιος] 1. κάνω κάποιον ανόητο, ηλίθιο, διαταράσσω τις φρένες του («μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώση», Αισχύλ.) 2. παθ. ἠλιθιοῡμαι, όομαι γίνομαι ηλίθιος, μωραίνομαι, ανοηταίνω …   Dictionary of Greek

  • ἠλιθίω — ἠλίθιος idle masc/neut nom/voc/acc dual ἠλίθιος idle masc/neut gen sg (doric aeolic) ἠλιθιόω make foolish imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἠλιθιόω make foolish pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἠλιθιόω make foolish imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλιθίῳ — ἠλίθιος idle masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιθιώνη — ἠλιθιώνη, ἡ (Α) [ηλιθιώ] επιγρ. (επίθ. τών Ερινύων) αυτή που επιφέρει διατάραξη τού νου, σύγχυση φρενών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»