Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἠλεκάτη

См. также в других словарях:

  • ηλεκάτη — ἠλεκάτη, ἡ (Α) βλ. ηλακάτη …   Dictionary of Greek

  • αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκάτιον — ἠλεκάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ηλεκάτη …   Dictionary of Greek

  • lenk- —     lenk     English meaning: to bend     Deutsche Übersetzung: “biegen”     Material: O.E. lōh ‘strap” (in mæst lōn pl., sceaft lō, lōh sceaft) from *laŋha , O.Ice. lengja f. ‘strap, stripe”, Dan. længe ‘seilstrippe”, here also O.Ice. lyng n.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»