-
1 ἠλεκάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλεκάτιον
-
2 ἠλακάτη
Grammatical information: f.Meaning: `(wool on the) distaff', also metaph. of comparable objects (Ζ 491)Other forms: ἠλεκάτη (Delos, Cyrene a. o.), Aeol. ἀλακάτα (Theoc. 28, 1; but ἠλακάτα E. Or. 1431 [lyr.]) and χρυᾱλακ. Pi. (three times), εὐαλακ. Theoc. 22.Dialectal forms: Myk. a-ra-ka-te-ja nom. pl. f. `spinsters'Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Solmsen assumed an Anatolian loan, Wortforsch. 121f. Prob. just Pre-Greek.Page in Frisk: 1,628Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠλακάτη
См. также в других словарях:
ηλεκάτη — ἠλεκάτη, ἡ (Α) βλ. ηλακάτη … Dictionary of Greek
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek
ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… … Dictionary of Greek
ηλεκάτιον — ἠλεκάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ηλεκάτη … Dictionary of Greek
lenk- — lenk English meaning: to bend Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: O.E. lōh ‘strap” (in mæst lōn pl., sceaft lō, lōh sceaft) from *laŋha , O.Ice. lengja f. ‘strap, stripe”, Dan. længe ‘seilstrippe”, here also O.Ice. lyng n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary