-
1 ηιθέοιο
-
2 ἠιθέοιο
См. также в других словарях:
ἠιθέοιο — ἠίθεος unmarried youth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηιθέοιο
2 ἠιθέοιο
ἠιθέοιο — ἠίθεος unmarried youth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)