-
1 ηθάδιοι
-
2 ἠθάδιοι
-
3 ἠθάδιος
См. также в других словарях:
ἠθάδιοι — ἠθάδιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηθάδιοι
2 ἠθάδιοι
3 ἠθάδιος
ἠθάδιοι — ἠθάδιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)