-
1 ἦθος
Grammatical information: n.Compounds: As 1. member with analog. comp.-vowel e. g. in ἠθο-ποιός `forming customs' (Arist.), as 2. member e. g. in κακο-ήθης `with bad customs' (IA).Derivatives: ἠθεῖος `reliable, beloved' (Hom., Hes.), also ἠθαῖος (Pi., Antim.), after γενναῖος a. o. (wrong J. Schmidt Pluralbild. 387, Sandsjoe - αῖος 102f.); ἠθάς, - άδος m. f. `usual, reliable' (Hp., S.) with ἠθάδιος `id.' (Opp.); ἠθικός `concerning the character' (Arist.; s. Verdenius Mnemos. 3: 12, 241ff.); ἠθαλέος `usual' (Opp., Epigr.; Debrunner IF 23, 26).Etymology: Cf. Johanna Schmidt, Ethos. Beitr. zum antiken Wertempfinden (Borna 1941); and Verdenius l. c. Differs from ἔθος only in lengthened grade, ō-grade in εἴωθα (s. v.). D.Petit, RPh. 73 (1999)87, who refers to Schindler, Flexion u. Wortbildung 259-267. - On traces of the digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 150.Page in Frisk: 1,625Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἦθος
См. также в других словарях:
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ηλιθιοποιός — ἠλιθιοποιός και ἠλιθοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάποιον ηλίθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ηθο ποιός, οπλο ποιός] … Dictionary of Greek
ηλοποιός — ἡλοποιός, ὸν (Α) κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθο ποιός, νομισματο ποιός] … Dictionary of Greek
ημεροποιός — ἡμεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθο ποιός, θαυματο ποιός] … Dictionary of Greek
θηκοποιός — θηκοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. ο + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, ηθο ποιός] … Dictionary of Greek
καρποποιός — καρποποιός, όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο ποιός, ηθο ποιός] … Dictionary of Greek
κλειδοποιός — ο (AM κλειδοποιός) αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, ηθο ποιός] … Dictionary of Greek
κρεοποιός — κρεοποιός, ὁ (Α) κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ηθο ποιός, φαρμακο ποιός] … Dictionary of Greek
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek