-
1 ηθοποιία
ἠθοποιίᾱ, ἠθοποιίαformation of character: fem nom /voc /acc dualἠθοποιίᾱ, ἠθοποιίαformation of character: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἠθοποιίᾱͅ, ἠθοποιίαformation of character: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἠθοποιία
Βλ. λ. ηθοποιία -
3 ἠθοποιίᾳ
Βλ. λ. ηθοποιία -
4 ἠθοποιία
ἠθοποι-ία, ἡ,II delineation of character, Phld.Po.5.9 (pl.), Str.14.1.41, D.H.Lys.8, Isoc.11 (pl.), Hermog.Prog.9, Aphth.Prog.11, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠθοποιία
-
5 ηθοποιίας
ἠθοποιίᾱς, ἠθοποιίαformation of character: fem acc plἠθοποιίᾱς, ἠθοποιίαformation of character: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἠθοποιίας
ἠθοποιίᾱς, ἠθοποιίαformation of character: fem acc plἠθοποιίᾱς, ἠθοποιίαformation of character: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ηθοποιίαι
-
8 ἠθοποιίαι
-
9 ηθοποιίαν
-
10 ἠθοποιίαν
-
11 ηθοποιιών
-
12 ἠθοποιιῶν
-
13 ηθοποιίαις
-
14 ἠθοποιίαις
-
15 προσωποποιία
προσωπο-ποιία, ἡ,A dramatization, the putting of speeches into the mouths of characters, Phld.Po.5.12 (pl.), D.H.Vett. Cens.3.1, Demetr.Eloc. 265, Marcellin.Vit. Thuc.38, Herm. in Phdr. p.182 A.; opp. ἠθοποιία, Hermog.Prog.9.II the putting of imaginary speeches into one's own or another's mouth ('I should have said..', 'your father would have said..'), Id.Inv.3.10,15, Charis. p.284 K., Rutil.2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσωποποιία
См. также в других словарях:
ἠθοποιία — ἠθοποιίᾱ , ἠθοποιία formation of character fem nom/voc/acc dual ἠθοποιίᾱ , ἠθοποιία formation of character fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίᾳ — ἠθοποιίᾱͅ , ἠθοποιία formation of character fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιία — η (AM ἠθοποιία) [ηθοποιός] 1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση 2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων νεοελλ. 1. η τέχνη τού ηθοποιού, τού θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα… … Dictionary of Greek
ηθοποιία — η 1. διαμόρφωση ηθικών χαρακτήρων. 2. τέχνη του ηθοποιού, υποκριτική τέχνη: Η ηθοποιία του πρωταγωνιστή ήταν απαράμιλλη. 3. τέλεια αναπαράσταση των προσώπων στη λογοτεχνία, έτσι που οι σκέψεις και οι πράξεις τους να συμφωνούν απόλυτα με όσα λένε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠθοποιίας — ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία formation of character fem acc pl ἠθοποιίᾱς , ἠθοποιία formation of character fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίαι — ἠθοποιίᾱͅ , ἠθοποιία formation of character fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίαν — ἠθοποιίᾱν , ἠθοποιία formation of character fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιιῶν — ἠθοποιία formation of character fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθοποιίαις — ἠθοποιία formation of character fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
υποκριτικός — ή, ό / ὑποκριτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποκριτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.) 2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις… … Dictionary of Greek