-
1 ηθοποιεί
ἠθοποιέωmould the character of: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἠθοποιέωmould the character of: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 ἠθοποιεῖ
ἠθοποιέωmould the character of: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἠθοποιέωmould the character of: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 ἠθο-ποιέω
ἠθο-ποιέω, = ἠϑολογέω, vgl. D. Hal. de Lys. 19 αὐτὸς ἠϑοποιεῖ καὶ κατασκευάζει τὰ πρόςωπα τῷ λόγῳ πιστὰ καὶ χρηστά; – die Sitten, den Charakter bilden, Plut. Pericl. 2 u. öfter; καὶ μεϑαρμόττειν τὴν φύσιν τοῦ δήμου reipubl. ger. praec. 3, vom Wein ἡσυχῆ δὲ διαϑάλπων ἠϑοποιεῖ τὸν πίνοντα καὶ μεϑίστησιν, im Ggstz ἐν ἀρχῇ μὲν ὑπὸ τῶν ἠϑῶν κρατεῖται τοῦ πί. νοντος. Oft Sext. Emp.
См. также в других словарях:
ἠθοποιεῖ — ἠθοποιέω mould the character of pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἠθοποιέω mould the character of pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιώ — ἠθοποιῶ, έω (Α) [ηθοποιός] 1. διαπλάθω το ήθος, διαμορφώνω τον χαρακτήρα 2. εικονίζω, περιγράφω πιστά ήθη, χαρακτήρες, εκφράσεις προσώπων με τον λόγο ή με τη ζωγραφική («ἠθοποιεῑ και κατασκευάζει τά πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστά», Διον. Αλ.) 3. εκφράζω… … Dictionary of Greek