-
1 ἠθεῖος
A trusty, honoured, term of address used to express respect,ἠθεῖε Il.6.518
, al., Hes.Sc. 103: periphr.,ἠθείη κεφαλή Il.23.94
;ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω Od.14.147
;ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον Pi.I.2.48
; ἠθαῖοι trusty friends, Antim.22. (Cf. ἦθος.)
См. также в других словарях:
ηθείος — ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, α, ον (Α) [ήθος] 1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῑοι οι πιστοί φίλοι … Dictionary of Greek