-
1 ἠερό-πλαγκτος
ἠερό-πλαγκτος, Luft durchirrend, von den Sternen, Orph. H. 6, 8; Maneth. 4, 509.
-
2 ἠερόπλαγκτος
ἠερό-πλαγκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠερόπλαγκτος
-
3 ἠερόπλαγκτος
ἠερό-πλαγκτος, Luft durchirrend, von den Sternen
См. также в других словарях:
ηερόπλαγκτος — ἠερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + πλαγκτος (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. αλί πλαγκτος, πολυ πλαγκτος] … Dictionary of Greek