Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἠεροειδής

См. также в других словарях:

  • ηεροειδής — ἠεροειδής, ές (Α) (ιων. και επ. τ. τού αχρ. αεροειδής) 1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές θολά, όχι καθαρά, ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ,… …   Dictionary of Greek

  • ἠεροειδής — like the sky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδῆ — ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἠεροειδής like the sky masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδέστερον — ἠεροειδής like the sky adverbial comp ἠεροειδής like the sky masc acc comp sg ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδεῖ — ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδεῖς — ἠεροειδής like the sky masc/fem acc pl ἠεροειδής like the sky masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδέα — ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἠεροειδής like the sky masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδές — ἠεροειδής like the sky masc/fem voc sg ἠεροειδής like the sky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροειδοῦς — ἠεροειδής like the sky masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροειδής — ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής) ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες τού αέρα αρχ. 1. εκείνος που έχει το χρώμα τού αέρα ή τού ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • αερόχρωμος — και αεροχρώματος, η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, τού ουρανού, γλαυκός, γαλάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + χρώμα η λ. αεροχρώματος πλάστηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά για να αποδώσει το ομηρικό ἠεροειδής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»