-
1 ηδε
I.преимущ. эп. - тж. с частицами τε, ἠμέν, μέν (τε), καί, ἔτι - и, даσευ κήδεται ἠ. ἐλεαίρει Hom. — (Зевс) о тебе заботится и скорбит;
ἄλγεα ἔδωκεν ἠ. ἔτι δώσει Hom. — (Аполлон) послал страдания, да и еще пошлет;Διὸς ἄγγελοι ἠ. καὴ ἀνδρῶν Hom. — вестники Зевса, а также и людей;γραῖαι γυναῖκες ἠ. πρεσβῦται Eur. — старые женщины и старцыII. -
2 μεν
постпозит. частица1) ( со смыслом подчеркнутого утверждения) конечно, право (же), же, (да) ведь, -то, вот, именно, и(ταῦτα μὲν ἡμῖν ἤγγελέ τις Plat.)
ἀκτέ μὲν ἥδε τῆς χθονὸς Λήμνου Soph. — вот и Лемносский край;ἐγὼ μὲν τοίνυν Xen. — что до меня;Ἕλλην μέν ἐστι και ἑλληνίζει ; Plat. — да ведь он грек и говорит по-гречески (не правда ли)?;παρεγένου μὲν τῇ μάχῃ ; Plat. — да ты-то участвовал в сражении?;ἐγὼ μὲν οὐδέν Soph. — я-то ничего (больше не желаю);πάνυ или μάλιστα μὲν οὖν Plat. — ну конечно же, непременно;ἆρ΄ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον ; - Τοῦτο μὲν οὖν αὐτό Plat. — не то ли это дерево? - Именно, оно самое;οὕτω μέν Thuc. — так вот как, вот каким образом;ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται Hom. — и вот все это исполнится;οὐ μὲν γὰρ νῦν πρῶτα Hom. — не впервые же теперь;οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικεν Hom. — да и совсем не годится2) ( иногда с оттенком противительности) все же, однакоοὐδὲ μὲν οὐδ΄ οἱ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν Hom. — и хотя они не были без начальника, все же тосковали по (погибшем) вожде;
ἢ σοὴ μὲν ἡμεῖς φίλοι ; (pl. = sing.) Soph. — и все же я буду тебе дорог?3) (в смысле противоположения, сопричисленая или повторения - с соотносительной частицей во втором члене сложного предложения: δέ, реже ἀλλά, τοίνυν, ἀτάρ - эп. тж. αὐτάρ, ἀλλ΄ ὅμως, ὥμος δέ, αὖ, αὖτε, αὖθις, εἶτα, ἔπειτα): ( противопоставление) с одной стороны ( чаще не переводится)(πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος Xen.)
; ( сопричисление) ὑμῖν μὲν θεοὴ δοῖεν ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν, εὖ δ΄ οἴκαδε ἱκέσθαι Hom. да помогут вам боги разрушить град Приама и счастливо вернуться домой; εἷς δὲ δέ εἷπε στρατεγοὺς μὲν ἑλέσθαι ἄλλους, τὰ δ΄ ἐπιτήδεια ἀγοράζεσθαι Xen. один же (из воинов) предложил избрать других военачальников и закупить продовольствие; ( сопоставительное повторение)οἳ περὴ μὲν βουλέν Δαναῶν, περὴ δ΄ ἐστὲ μάχεσθαι Hom. — вы (оба) - первые на собраниях данайцев, первые и в бою;
τοιαῦτα μὲν πεποίηκε, τοιαῦτα δὲ λέγει Xen. — это он сделал, это он и подтверждает
См. также в других словарях:
ηδέ — ἠδέ (Α) (σύνδ.) 1. και 2. (συνήθως σε αντιστοιχία και συσχετισμό με προηγούμενο ἠμέν) «ἠμέν... ἠδέ» και... και 3. (συχνά προηγείται το τε) «τε... ἠδέ» και... καί («σκῆπτρον τ ἠδὲ θέμιστας», Ομ. Ιλ.) 4. «ἠδὲ καί» και επίσης 5. «μέν... ἠδέ» και 6.… … Dictionary of Greek
όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… … Dictionary of Greek
ημέν — ἠμέν (Α) (συμπλεκτικός σύνδ. που συνδυάζεται με το ηδέ) (σπαν. ακολουθείται από το δε ή το τε, συν. ακολουθείται από το και) και... και, τόσο... όσο, και... («ἠμὲν θεόν ἠδὲ καὶ ἄνδρα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἦ (Ι) «βεβαίως» + μεν παραλλαγή τού… … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο … Dictionary of Greek
NOX — I. NOX Dies in lusu Graecorum, quem ὀςτράκου περιςτροφὴν, testae conversionem, dixêre, vide infra Testa. II. NOX ab antiquis ut Dea culta fuit: eam mulieris formâ effinxêre, nigris expansis alis, quae volare videretur. Pulchra est apud Pausaniam… … Hofmann J. Lexicon universale
HERALDUS — I. HERALDUS Angliae REx, A. C. 1038. lege Heraldus. II. HERALDUS Germ. Herold, nuntius sacer, qui inter hostium cuneos libere fert imperata; munus antiquissimum et ab Heroum aevo. Exegit enim semper necessitas, ut inter ipsos hostes belli… … Hofmann J. Lexicon universale
τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek
ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… … Hofmann J. Lexicon universale