-
1 ηγω
Aeschin. = ἢ ἐγώ
См. также в других словарях:
ἡγῶ — ἡγός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυληγώ — έω, Α μεταφέρω σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + ηγῶ (< ηγός < ἄγω), πρβλ. στρατ ηγῶ) … Dictionary of Greek
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek
ευχορήγητος — εὐχορήγητος, ον (Μ) αυτός που χορηγείται εύκολα, ή άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χορ ηγητος (< χορ ηγώ), πρβλ. αυτο χορ ήγητος, δυσ χορ ήγητος] … Dictionary of Greek