-
1 Έλεε
-
2 Ἔλεε
-
3 έλεε
-
4 ἔλεε
См. также в других словарях:
Ἔλεε — Ἔλεος masc voc sg Ἔλεος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλεε — ἔλεος pity masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαρχινώ — και ματαρχινάω αρχίζω κάτι από την αρχή, ξαναρχίζω («γκλαν, γκλαν παράδερνε με τα γλωσσίδια κι εματαρχίναε κι έλεε τα ίδια», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ματα * + αρχινώ] … Dictionary of Greek