-
1 εκνομος
21) стоящий вне закона, т.е. беззащитный, гонимый(τὸ ἐκνόμων σέβας Aesch.)
2) необыкновенный, ужасный(τιμωρίαι Diod.)
-
2 Εκνομος
ὁ (sc. λόφος) Экном ( гора близ Гелы в Сицилии) Polyb., Diod. -
3 έκνομος
η, ο [ος, ον ] незаконный, противозаконный;πράξις — противозаконный акт -
4 Εκνομον
См. также в других словарях:
ἔκνομος — outlawed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκνομος — η, ο (AM ἔκνομος, ον) παράνομος, άδικος («ἐκνομη ενέργεια») μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έκνομον παρανομία αρχ. 1. αποκηρυγμένος 2. τερατώδης, αποτρόπαιος … Dictionary of Greek
έκνομος — η, ο άνομος, παράνομος, αθέμιτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκνομώτατον — ἔκνομος outlawed masc acc superl sg ἔκνομος outlawed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνόμως — ἔκνομος outlawed adverbial ἔκνομος outlawed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκνομον — ἔκνομος outlawed masc/fem acc sg ἔκνομος outlawed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνομωτάτη — ἔκνομος outlawed fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνομωτάτην — ἔκνομος outlawed fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνομωτάτης — ἔκνομος outlawed fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνομωτάτοις — ἔκνομος outlawed masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνομωτάτου — ἔκνομος outlawed masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)