Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἑρμίππῳ

См. также в других словарях:

  • Ἑρμίππῳ — Ἕρμιππος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμίππωι — Ἑρμίππῳ , Ἕρμιππος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»