-
1 Ερμίππω
-
2 Ἑρμίππῳ
-
3 Ερμίππωι
-
4 Ἑρμίππωι
См. также в других словарях:
Ἑρμίππῳ — Ἕρμιππος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμίππωι — Ἑρμίππῳ , Ἕρμιππος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… … Dictionary of Greek