-
1 Ερμίππου
-
2 Ἑρμίππου
См. также в других словарях:
Ἑρμίππου — Ἕρμιππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμοφόρος — ὁ, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων 2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι τίτλος κωμωδίας τού Ερμίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + φόρος*] … Dictionary of Greek