-
1 Ἑλληνισμός
Ἑλλην-ισμός, ὁ,II use of a pure Greek style and idiom, as an ἀρετὴ λόγου, Diog.Bab.Stoic.3.214, cf. Phld.Po.2.18, A.D.Pron.71.25, S.E.M.1.98; ἔνιοι λέγουσιν Ἑ. εἶναι τὸν ποιητήν (i.e. Homer), Lex.Vind.311; περὶ Ἑλληνισμοῦ, title of works by Seleucus, Ath.9.367a; by Ptolemy of Ascalon, Philoxenus and Tryphon, Suid.; κανόνες Ἑλληνισμοῦ, title of work by Irenaeus, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλληνισμός
См. также в других словарях:
αισθητικισμός — ο αισθητισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aestheticism < aesthetic (< ελλην. αισθητικός) + ism, πρβλ. ισμός] … Dictionary of Greek
αισθητισμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με επίκεντρο την Αγγλία. Η λέξη α. που επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αι., σήμαινε την αποκλειστική αφοσίωση στην ομορφιά και μάλιστα όπως αυτή βρίσκεται στην τέχνη και σε… … Dictionary of Greek