Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ἑλλην-ισμός

См. также в других словарях:

  • αισθητικισμός — ο αισθητισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aestheticism < aesthetic (< ελλην. αισθητικός) + ism, πρβλ. ισμός] …   Dictionary of Greek

  • αισθητισμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με επίκεντρο την Αγγλία. Η λέξη α. που επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αι., σήμαινε την αποκλειστική αφοσίωση στην ομορφιά και μάλιστα όπως αυτή βρίσκεται στην τέχνη και σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»