-
1 Ἑλληνίζω
Aἑλληνίσαι D.C.55.3
: [tense] aor. [voice] Pass. without augm., Th.2.68 codd.: [tense] pf. [voice] Pass.ἡλλήνισται J.AJ1.6.1
:— speak Greek,Ἕλλην μέν ἐστι καὶ ἑλληνίζει Pl.Men. 82b
, cf. Chrm. 159a, Prt. 328a, etc.; ἑ. τῇ φωνῇ, τὴν φωνήν, Aeschin.3.172, Charito l.c.; esp. speak or write pure or correct Greek, Arist.Rh. 1407a19, D.H.Pomp.2.5; ἄκρως ἑ. S.E.M.1.186; opp. βαρβαρίζω, ib. 246.b οὐδὲ γὰρ ἂν ἑλληνίζοι οὕτως τὸ ἐρώτημα λεχθέν would not be Greek, Arist.SE 182a34.c speak common Greek, opp. the Attic dialect,σὺ μὲν ἀττικίζεις.. οἱ δ' Ἕλληνες ἑλληνίζομεν Posidipp.28
.II trans., make Greek, Hellenize,τὴν βάρβαρον Lib.Or.11.103
; translate into Greek, D.C. l.c.:—[voice] Pass., ἑλληνισθῆναι τὴν γλῶσσαν ἀπό τινος acquire the Greek language from.., Th. l.c.; τὰ ὀνόματα.. ἡλλήνισται have assumed an Hellenic form, J.AJ1.6.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλληνίζω
См. также в других словарях:
καρχηδονίζω — (Α) διάκειμαι φιλικά προς τους Καρχηδονίους, πρόσκειμαι στους Καρχηδονίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, όνος + κατάλ. ίζω (πρβλ. ελλην ίζω, μακεδον ίζω)] … Dictionary of Greek
μηδίζω — (Α μηδίζω) 1. διάκειμαι φιλικά ή προσχωρώ στους Μήδους, υπερασπίζομαι τα συμφέροντα τών Μήδων, παίρνω το μέρος τών Μήδων, ακολουθώ τους Μήδους («ὁ Μεγάβαζος στρατηγὸς ληφθεὶς ἐν τῇ χώρῃ Ἑλλησποντίων τοὺς μὴ μηδίζοντας κατεστρέφετο», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek