Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ἑλλην-ίζω

См. также в других словарях:

  • καρχηδονίζω — (Α) διάκειμαι φιλικά προς τους Καρχηδονίους, πρόσκειμαι στους Καρχηδονίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, όνος + κατάλ. ίζω (πρβλ. ελλην ίζω, μακεδον ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μηδίζω — (Α μηδίζω) 1. διάκειμαι φιλικά ή προσχωρώ στους Μήδους, υπερασπίζομαι τα συμφέροντα τών Μήδων, παίρνω το μέρος τών Μήδων, ακολουθώ τους Μήδους («ὁ Μεγάβαζος στρατηγὸς ληφθεὶς ἐν τῇ χώρῃ Ἑλλησποντίων τοὺς μὴ μηδίζοντας κατεστρέφετο», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»