-
1 Ελληνικον
τό1) эллинство, греческий мир, греки Her., Thuc., Xen., Luc.2) греческие войска Xen.3) pl. греческие нравы и обычаи или греческая культура5) pl. история Греции -
2 εθνος
- εος τό1) общество, группа, толпа, часто описательноἈχαιῶν ἔ. Hom. = Ἀχαιοί;
βροτὸν, βρότεον или θνατὸν ἔ. Pind. = βροτοί, ἄνθρωποι;ἔ. ἀνέρων Pind. = ἄνδρες2) класс, сословие(ῥαψῳδῶν Xen.; δημιουργικόν Plat.; ἱερέων Arst.)
3) пол(τὸ ἔ. τὸ θῆλυ ἢ τὸ ἄρρεν Xen.)
4) племя(τὰ τῶν Ἑλλήνων ἔθνη Arst.)
5) народность, народ(τὸ Ἑλληνικὸν ἔ. Her.)
6) pl. языческие племена, язычники(οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὴ ἐξ ἐθνῶν NT.)
7) род, вид, порода(θηρίων ἀγρίων ἔθνη Soph.; ἰχθύων ἔ. καὴ τὸ τῶν ὀστρέων Plat.)
8) стая, стадо, рой(ὀρνίθων, μελισσάων Hom.)
-
3 μεταγραφω
1) вносить изменения в текст, переделывать (sc. τὰς ἐπιστολάς Thuc.)2) подделывать Dem.3) переписывать Luc., Diod.4) тж. med. переводить (с другого языка)(τὰς ἐπιστολὰς ἐκ τῶν Ἀσσυρίων γραμμάτων Thuc. - ср. 1; ἐς τὸ Ἑλληνικόν Luc.)
-
4 πολυπλανητος
ион. πουλυπλάνητος 21) долго странствовавший(τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.)
πολυπλάνητοι πόνοι Eur. — мучительные скитания2) подверженный постоянным изменениям, полный превратностей(αἰών Eur.)
3) направляемый то туда, то сюда -
5 φωραω
1) искать вора или украденную вещь, производить обыск(εἰσελθὼν φωράσω Arph.)
φ. τι παρά τινι Plat. — разыскивать что-л. (украденное) у кого-л.2) изобличать, раскрыватьταὐτὸν τοῦτό τινα φωρᾶσαι δρῶντά τι Plat. — уличить кого-л. в тех же самых действиях;
φωρᾶσαί τινας ἐπιβουλεύσαντας Arst. — изобличить кого-л. в составлении заговора;τὰ τοιαῦτα τῷ χρόνῳ φωρᾶται Dem. — подобные вещи обнаруживаются со временем;πεφωραμένος ἐπὴ πράξει Polyb. — пойманный на месте преступления;κλέπτης ὢν φωρᾶται Dem. — он уличен в воровстве;φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκώς Dem. — быть уличенным в лжесвидетельстве;Ἑλληνικὸν εἶναι πεφωρᾶσθαι Plut. — быть уличенным в сочувствии грекам;δείσας μέ φωραθῇ ἀδύνατος ὤν Thuc. — опасаясь, как бы его не сочли бессильным -
6 γένος
τό1) род, происхождение; 2) род, племя;τό ανθρώπινο γένος — человеческий род, человечество;
З) национальность, нация;τό ελληνικόν γένος — греческая нация, греческий народ;
4) народ, люди;γένος των διδασκάλων — учителя;
γένος των δικηγόρων — адвокаты;
γένος των φιλοσόφων — философы;
5) порода (животных);6) род, разновидность; разряд;τα γένη διαιρούνται εις είδη — род делится на виды;
7) биол пол;8) грам, род;αρσενικό (θηλυκό, ουδέτερο) γένος — мужской (женский, средний) род;
§ εν γένει — вообще; — обычно
-
7 ελληνικός
η, ό[ν] греческий;ελληνικόν σχολείον ист. — прогимназия (в Греции)
См. также в других словарях:
Ἑλληνικόν — Ἑλληνικός Hellenic masc acc sg Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλληνικόν — Ἑλληνικός Hellenic masc acc sg Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελληνικόν Αίμα — Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1942 και κυκλοφορούσε παράνομα. Μετά την απελευθέρωση η έκδοσή της συνεχίστηκε έως το 1947, οπότε διακόπηκε προσωρινά και επανακυκλοφόρησε έως τον Ιούνιο του 1948. Ιδρυτές της ήταν οι Λ. Πηνιάτογλου, Κ.… … Dictionary of Greek
Ελληνικόν Θέατρον — Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό περιοδικό (1825 1933). Ιδρυτής του ήταν ο Π. Καλογερικός. Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε το 1847 στη Σμύρνη ένα άλλο, βραχύβιο περιοδικό, από τον Γ. Ροδοκανάκη … Dictionary of Greek
Забирас, Георгиос — Георгиос Забирас (Ζαβίρας, Γεώργιος, 1744 1804) греческий учёный, автор изданной Афинским университетом «Νέα Έλλας ή έλληνικόν θέατρον»[1] (1872) и других произведений. Примечания ↑ Новая Греция: греческий театр … Википедия
Dimítrios Gaziádis — (en grec moderne : Δημήτριος Γαζιάδης) né à Athènes en 1897[1] et mort dans cette même ville en 1961[2] était un des pionniers du cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
Βοβολίνης, Κωνσταντίνος — (1913 – 1970).Δημοσιογράφος, εκδότης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά. Διετέλεσε βουλευτής Πειραιά, γενικός γραμματέας του δήμου Πειραιώς (1938 41) και της Βουλής (1925 53). Τον Μάιο του 1941 ίδρυσε μαζί με τον Λ. Πηνιάτογλου και τον Ι. Μήλιο, την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Παππούλιας, Δημήτριος — (Αθήνα 1878 – 1932). Έλληνας νομικός. Διδάκτορας της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1898) και με δεκαετείς σπουδές και έρευνες στο Γκέτινγκεν και στη Λιψία, διορίστηκε το 1911 τακτικός καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική Σχολή του… … Dictionary of Greek
Φιριππίδης, Νικόλαος — (1878 – 1942). Ιστοριοδίφης. Διετέλεσε διευθυντής της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια, πολλά χειρόγραφα της οποίας δημοσίευσε στο περιοδικό Εκκλησιαστικός Φάρος και σε άλλα έντυπα. Σε βιβλία του κυκλοφόρησαν τα ακόλουθα έργα: Ιστορικόν… … Dictionary of Greek
Ellinikon International Airport — Infobox Airport name = Ellinikon International Airport nativename = Διεθνής Αερολιμένας Ελληνικού nativename a = nativename r = image width = caption = IATA = ΑΤΗ ICAO = LGAT type = Closed owner = operator = Closed city served = location = Athens … Wikipedia