-
1 Ελλαδική
-
2 Ἑλλαδικῇ
-
3 Ἑλλαδικός
II Ἑλλαδική, ἡ, name of a plaster, Alex.Trall.9.1; Ἑλλαδικὸν μάλαγμα Aet.15.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλλαδικός
См. также в других словарях:
Ἑλλαδικῇ — Ἑλλαδικός plaster fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Grec Médiéval — Pour les articles homonymes, voir Grec. Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (v … Wikipédia en Français
Grec byzantin — Grec médiéval Pour les articles homonymes, voir Grec. Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (v … Wikipédia en Français
Grec medieval — Grec médiéval Pour les articles homonymes, voir Grec. Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (v … Wikipédia en Français
Grec médiéval — Pour les articles homonymes, voir Grec. Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600 1100 av. J. C.) … Wikipédia en Français
Phonologie du grec ancien — La phonologie du grec ancien ne peut être traitée d un bloc : en effet, riche d un long passé, cette langue n a pas été toujours prononcée de la même manière. Il convient donc de préciser de quel état du grec on parle, en gardant à l esprit… … Wikipédia en Français
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
ελλαδικός — ή, ό (AM ἑλλαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή προέρχεται απ αυτή νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελληνική επικράτεια (σ αντίθεση προς το «ελληνικός», που αναφέρεται στο ελληνικό έθνος) μσν. 1. (το αρσ. πληθ. ως … Dictionary of Greek