-
1 Ελικωνιος
I3геликонский Pind., Luc., Anth.II3[Ἑλίκη 1] чтимый в Гелике(Ἑ. ἄναξ Hom. = Ποσειδάων)
См. также в других словарях:
ελικώνιος — α, ο (Α ἑλικώνιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στις Μούσες τού Ελικώνα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ελικώνιος λεπιδόπτερο έντομο τής οικογένειας τών παπιλιονιδών 2. το θηλ. ως ουσ. η ελικωνία καλλωπιστικό φυτό τής τροπικής Αμερικής αρχ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek
Ἑλικώνιος — Ἑλικών masc nom sg Ἑλικώνιος Heliconian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… … Dictionary of Greek
Ἑλικωνία — Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικώνιον — Ἑλικών masc acc sg Ἑλικών neut nom/voc/acc sg Ἑλικώνιος Heliconian masc acc sg Ἑλικώνιος Heliconian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heliconivs — HELICONIVS, i, Gr. Ἑλικώνιος, ου, ein Beynamen des Neptuns, welcher seinen berühmten Tempel zu Helice hatte, den aber das Meer endlich, mit sammt der Stadt überschwemmete. Eustath. ad Hom. Il. Β v. 575 … Gründliches mythologisches Lexikon
heliconio — heliconio, a (del lat. «Heliconĭus», del gr. «Helikṓnios») adj. Mit. Del monte Helicón o de las *musas. * * * heliconio, nia. (Del lat. Heliconĭus, y este del gr. ῾Ελικώνιος). adj. Perteneciente o relativo al monte Helicón o a las helicónides … Enciclopedia Universal
ελικωνία — η βλ. ελικώνιος … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
Ἑλικωνίαισι — Ἑλικών fem dat pl (epic ionic aeolic) Ἑλικώνιος Heliconian fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικωνίοις — Ἑλικών masc/neut dat pl Ἑλικώνιος Heliconian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)