Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἑβραῖοι

  • 1 Εβραίοι

    Ἑβραῖος
    a Hebrew: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Εβραίοι

  • 2 Ἑβραῖοι

    Ἑβραῖος
    a Hebrew: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Ἑβραῖοι

  • 3 σάββατον

    σάββατον, ου, τό (שַׁבָּת) dat. pl. σάββασιν (Meleager : Anth. Pal. 5, 160; 1 Macc 2:38; Jos., Vi. 279, Ant. 16, 163; Just., D. 27, 5; 29, 3) always in NT except that a v.l. at Mt 12:1 and 12 acc. to codex B has σαββάτοις (so usu. LXX [Thackeray 35]; Jos., Bell. 1, 146, Ant. 3, 294. See W-S. §8, 12; B-D-F §52; Mlt-H. 128; MBlack, BRigaux Festschr. ’70, 60f.—The word is found Plut. et al.; pap, LXX; En 10:17; Philo, Joseph.)
    the seventh day of the week in Israel’s calendar, marked by rest fr. work and by special religious ceremonies, sabbath
    sing. (τὸ) σάββατον (Nepualius [I A.D.] ed. W Gemoll, Progr. Striegau 1884, 53; LXX; Philo, Cher. 87; Jos., Ant. 3, 143; 255; Just., D. 8, 4 al.) Mt 12:8; Mk 2:27f (Alex. Aphr., Eth. Probl. 10, II 2 p. 130, 34ff ὁ ἄνθρωπος τῶν ἀρετῶν χάριν, ἀλλʼ οὐκ ἔμπαλιν [=vice versa]); 6:2; 15:42 v.l.; 16:1; Lk 6:5; 23:54; J 5:9f; 9:14; B 15:1a, 3; GPt 2:5 al. ἁγιάζειν τὸ ς. B 15:1b (s. 2 Esdr 23:22). βεβηλοῦν τὸ ς. Mt 12:5b; λύειν τὸ ς. J 5:18 (s. λύω 4). τηρεῖν τὸ ς. 9:16 (cp. Just., D. 10, 3). σαββατίζειν τὸ ς. (cp. Lev 23:32) Ox 1, 9f (GTh 27) φυλάσσειν τὸ ς. (s. Ex 31:13f; Lev 19:3; Just., D. 8, 4) B 15:2, s. vs. 3. On the Sabbath (s. B-D-F §200, 3; Rob. 523): ἐν τῷ σαββάτῳ (2 Esdr 23:15a, 16) Lk 6:7; J 19:31a; ἐν σαββάτῳ (2 Esdr 20:32b) Mt 12:2; Lk 6:1; J 5:16; 7:22f; τῷ σαββάτῳ Lk 6:4 D (Unknown Sayings, 49–54); 6:9; 13:14a, 15; 14:3; τῷ σαββάτῳ ἐπερχομένης τῆς κυριακῆς AcPl Ha 3, 8. σαββάτῳ (Jos., Bell. 2, 456) Mt 24:20 (s. Boll 134, 1); Lk 14:1; J 6:59 v.l.; ἐν ἑτέρῳ ς. Lk 6:6; τῷ ἐρχομένῳ ς. Ac 13:44; ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ ς. (cp. Jer 17:21f) Lk 14:5 v.l.; ἐν ἡμέρᾳ τοῦ ς. (2 Esdr 20:32a; 23:15b; cp. Cyranides p. 79, 11 ἐν ἡμ. σαββάτου) Lk 14:5; τῇ ἡμέρᾳ τοῦ ς. Lk 13:14b, 16. In the acc. of duration of time (B-D-F §161, 2) τὸ σάββατον throughout the Sabbath Lk 23:56. κατὰ πᾶν ς. (on) every Sabbath Ac 13:27; 15:21; 18:4; εἰς τὸ μεταξὺ ς. on the following Sabbath 13:42. ἡ ἡμέρα πρὸ σαββάτου Lk 23:54 D.—σάββατον μέγα Great Sabbath MPol 8:1; 21:1; cp. J 19:31b (s. ESchwartz, Christl. u. jüd. Ostertafeln: AGG VIII/6, 1905, 127). ς. τὸ λεγόμενον πρῶτον the so-called first Sabbath PtK 2, p. 14, 28.—On σαββάτου ὁδός a Sabbath day’s journey Ac 1:12 s. ὁδός 2.
    pl.
    α. of more than one Sabbath (2 Ch 31:3; Ezk 46; 3; Jos., Ant. 13, 252; Just., D. 10, 3 al.) σάββατα τρία Ac 17:2. B 15:8a (Is 1:13), b.
    β. τὰ σάββατα for a single Sabbath day (PCairZen 762, 6 [III B.C.]; Plut., Mor. 169c; 671e τὴν τῶν σαββάτων ἑορτήν; 672a; Ex 20:10; Lev 23:32 al.; Philo, Abr. 28 τὴν ἑβδόμην, ἣν Ἑβραῖοι σάββατα καλοῦσιν; Jos., Ant. 1, 33; 3, 237; 12, 259; 276.—B-D-F §141, 3 ; Rob. 408; ESchwyzer, ZVS 62, ’35, 1–16; ASchlatter, Mt 1929, 393) ὀψὲ σαββάτων Mt 28:1a (s. ὀψέ 3). Also prob. Col 2:16. ἡ ἡμέρα τῶν σαββάτων (Ex 20:8; 35:3; Dt 5:12; Jer 17:21f; Jos., Ant. 12, 274; Just., 27, 5) Lk 4:16; Ac 13:14; 16:13; Dg 4:3. (ἐν) τοῖς σάββασιν on the Sabbath (Jos., Vi. 279 τοῖς σάββασιν, Ant. 13, 252 v.l. ἐν τοῖς σάββασιν) Mt 12:1, 5, 10–12; Mk 1:21; 2:23, 24; 3:2, 4; Lk 4:31; 6:2; 13:10. ἡ περὶ τὰ σάββατα δεισιδαιμονία fanatical veneration of the Sabbath Dg 4:1 (only extreme danger to human life can cause the Sabbath law to be suspended: Synes., Ep. 4 p. 162bc). τὰ σάββατα the Sabbath feasts B 2:5 (Is 1:13).—JMeinhold, Sabbat u. Woche im AT 1905, Sabbat u. Sonntag 1909; JHehn, Siebenzahl u. Sabbat bei den Babyloniern u. im AT 1907, Der israelit. Sabbat 1909, Zur Sabbatfrage: BZ 14, 1917, 198–213; EMahler, Der Sabbat: ZDMG 62, 1908, 33–79, Handbuch der jüd. Chronologie 1916; GBeer, Schabbath1908; WNowack, Schabbat 1924; MWolff, Het ordeel der helleensch-romeinsche schrijvers over … den Sabbath: TT 44, 1910, 162–72; ELohse, Jesu Worte über den Sabbat, Beih. ZNW 26, ’60, 79–89; Moore, Judaism s. ind.; Schürer II 424–27; 447–54; 467–75. S. also κυριακός, end.
    a period of seven days, week
    sing. δὶς τοῦ σαββάτου two days (in) a week Lk 18:12. πρώτῃ σαββάτου on the first day of the week (Sunday) Mk 16:9. κατὰ μίαν σαββάτου every Sunday 1 Cor 16:2. πρωὶ̈ μιᾶς σαββάτου early on Sunday morning Mk 16:2 D.
    pl. (ἡ) μία (τῶν) σαββάτων (i.e. ἡμέρα) the first day of the week Mt 28:1b (Just., D. 41, 4; s. Dalman, Gramm. 247; SKrauss, Talm. Archäologie II 1911, 428f; PGardner-Smith, JTS 27, 1926, 179–81); Mk 16:2; Lk 24:1; J 20:1, 19; Ac 20:7; 1 Cor 16:2 v.l. Judeans fast δευτέρᾳ σαββάτων καὶ πέμπτῃ on the second and fifth days of the week (Monday and Thursday) D 8:1 (s. νηστεύω and the lit. there).—ESchürer, Die siebentägige Woche im Gebr. der christl. Kirche der ersten Jahrhunderte: ZNW 6, 1905, 1–66; FColson, The Week 1926; FBoll, Hebdomas: Pauly-W. VII/2, 1912, 2547–48; RNorth, The Derivation of ‘Sabbath’, Biblica 36, ’55, 182–201; WRordorf, Sunday, tr. AGraham, ’68; BHHW III 1633–35; TRE III 608.—B. 1005. DELG s.v. σάββατα. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σάββατον

  • 4 Ἀραβία

    Ἀραβία, ας, ἡ (Hdt. 3, 107 et al.; TestSol; EpArist 119; Philo; Joseph. Ἀρρ-; Just. On Ἀ. w. and without the art. s. B-D-F §261, 6; PFlor 278 στρατηγῷ Ἀραβίας) Arabia as a geogr. concept includes the territory west of Mesopotamia, east and south of Syria and Palestine, to the isthmus of Suez. In Roman times independent kingdoms arose like that of the Nabataeans south of Damascus, which could be called simply Arabia (Diod S 19, 94, 1 χώρα τῶν Ἀράβων τῶν καλουμένων Ναβαταίων; Stephan. Byz. s.v. Γοαρήνη: χώρα Ἀραβίας πλησίον Δαμασκοῦ; Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294 describes Ἄραβες and Ἑβραῖοι as neighbors), and is regularly so called by Joseph. This seems to have been the country visited by Paul after his conversion Gal 1:17 (CBriggs, The Ap. Paul in Arabia: Biblical World 41, 1913, 255–59). Of Arabia in the narrower sense, w. special ref. to the Sinai peninsula Gal 4:25. As the home of the phoenix 1 Cl 25:1.—BMoritz, Arabien 1923; HPhilby, Arabia 1930; JMontgomery, A. and the Bible ’34; FAbel, Géographie de la Palestine ’33/38, I 288–94; II 164–68. ANegev, ANRW II/8, ’77, 520–686.—EDNT. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Ἀραβία

См. также в других словарях:

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ἑβραῖοι — Ἑβραῖος a Hebrew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γραμματείς — Εβραίοι ερμηνευτές του Μωσαϊκού Νόμου (Τορά),των οποίων το λειτούργημα στον ιουδαϊσμό είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος, δίπλα στο ιερατείο και στους προφήτες. Κατά τη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία διατήρησαν την ισραηλιτική θρησκευτικοφιλολογική παράδοση.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»