Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἑβραίου

См. также в других словарях:

  • Ἑβραίου — Ἑβραί̱ου , Ἑβραῖος a Hebrew masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μαϊμονίδης — (Κόρντομπα, Ισπανία 1135 – Κάιρο, Αίγυπτος 1204). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Εβραίου φιλοσόφου και νομομαθούς Μωυσή μπεν Μαϊμόν (Moses ben Maimon). Σε παιδική ηλικία μετακόμισε στη βόρεια Αφρική από την Ισπανία, εξαιτίας του διωγμού… …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα …   Dictionary of Greek

  • εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… …   Dictionary of Greek

  • εβραιοσύνη — και οβραιοσύνη και οβριοσύνη, η 1. η φυλή, το έθνος τών Εβραίων 2. ιδιότητα, γνώρισμα Εβραίου …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ταλμούδ — Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα… …   Dictionary of Greek

  • Αβισεμπρόν ή Αβισεμπρόλ — (1020 1060).Εξευρωπαϊσμένος τύπος του ονόματος του Εβραίου ποιητή και φιλοσόφου Ιμπν Γκεμπιρόλ (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Άχαντ Χαάμ — (Ρωσία 1856 – Παλαιστίνη 1927). Ψευδώνυμο (που σημαίνει στα εβραϊκά ένας από τον λαό) του εβραίου σιωνιστή ηγέτη Άσερ Γκίντζμπεργκ. Πρέσβευε ότι ο σιωνισμός δεν είναι πολιτικό ρεύμα, αλλά πνευματική και ηθική δύναμη, που μπορεί να ακτινοβολεί και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»