Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἑβραική

См. также в других словарях:

  • Ἑβραικῇ — Ἑβραϊκῇ , Ἑβραικός a Hebrew fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑβραική — Ἑβραϊκή , Ἑβραικός a Hebrew fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εβραϊκή Περιοχή — (Yevreyskaya). Αυτόνομη περιοχή (36.000 τ. χλμ., 199.100 κάτ. το 2001) της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1928, προκειμένου να εγκατασταθούν σε αυτή μόνιμα οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης. Ανακηρύχθηκε αυτόνομη στις 7 Μαΐου 1934. Βρίσκεται στην… …   Dictionary of Greek

  • αμήν — Εβραϊκή λέξη (αμέν) της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως επίθετο σημαίνει αληθινός, πιστός και ως ουσιαστικό αλήθεια, πίστη. Τις περισσότερες φορές, όμως, έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει: αληθινά, ναι, ας γίνει. Χρησιμοποιείται στο τέλος …   Dictionary of Greek

  • ωσαννά — Εβραϊκή λέξη, που σημαίνει δόξα! ή δοξασμένος! Αποτελεί επιφώνημα θρησκευτικών ύμνων που ψάλλονται την Κυριακή των Βαΐων στις ορθόδοξες εκκλησίες. Κατά τη θεολογική ερμηνεία, η λέξη εκφράζει επίκληση σωτηρίας ή δοξολογεί τον Ύψιστο. * * * ὡσαννά …   Dictionary of Greek

  • Αδωναΐ — Εβραϊκή ονομασία του Θεού, που σημαίνει Κύριός μου.Με την ονομασία αυτή αποφεύγεται για λόγους ευλάβειας και φόβου η χρήση του ιερού και άρρητου ονόματος του Θεού και τονίζεται ιδιαίτερα η σχέση υποταγής και εξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στη… …   Dictionary of Greek

  • Αριήλ ή Αριέλ — Εβραϊκή λέξη που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως όνομα αντρών και ως συμβολική ποιητική ονομασία της Ιερουσαλήμ. Μεταφορικά σημαίνει και τον άγγελο. Οι κυριότερες σημασίες της λέξης είναι λιοντάρι του Θεού, μυστικό όνομα του θυσιαστηρίου,… …   Dictionary of Greek

  • Ελοχείμ — Εβραϊκή ονομασία του θεού (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»