Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἑβραικοῦ

См. также в других словарях:

  • Ἑβραικοῦ — Ἑβραϊκοῦ , Ἑβραικός a Hebrew masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • σιωνισμός — Πολιτικοθρησκευτικό κίνημα που ιδρύθηκε από το Χερτσλ, κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα, με σκοπό τη δημιουργία στην Παλαιστίνη ενός νέου εβραϊκού κράτους, που θα είχε προορισμό να συγκεντρώσει όλους τους Εβραίους που ήταν διεσπαρμένοι στον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εβραϊκό Ελλάδας (Αθηνών) — Πρόκειται για το τέταρτο κατά σειρά σπουδαιότητας του είδους του στην Ευρώπη το οποίο απέκτησε το 1998 μόνιμη ιδιόκτητη στέγη σε ένα όμορφο νεοκλασικό της Πλάκας (Νίκης 39). Σκοπός του μουσείου είναι η μελέτη, η συντήρηση και η έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • άλεφ — Το πρώτο γράμμα του φοινικικού, του εβραϊκού και του αραβικού αλφάβητου. Στο εβραϊκό αλφάβητο, αν και αρχικά το θεωρούσαν σύμφωνο, από τον 8o αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση των φωνηέντων α, ε, ι και ο. Στη σημειογραφία των κωδίκων με το… …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκατίτες — Έτσι ονομάστηκαν από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. οι χριστιανοί, οι οποίοι γιόρταζαν το Πάσχα στις 14 του εβραϊκού μήνα Νισάν, όταν κατά την παράδοση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου σταυρώθηκε ο Χριστός. Οι υπόλοιποι χριστιανοί γιόρταζαν την πρώτη Κυριακή …   Dictionary of Greek

  • Γκολντφάντεν, Άμπρααμ — (Abraham Goldfaden, Στάραγια Κωνσταντίνα, Ρωσία 1840 – Νέα Υόρκη 1908). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε ο ιδρυτής του επαγγελματικού εβραϊκού θεάτρου σε γλώσσα γίντις. Σπούδασε στο ραβινικό ιεροδιδασκαλείο του Ζιτομίρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ζάνγκβιλ, Ίσραελ — (Israel Zangwill, 1864 – 1926). Άγγλος συγγραφέας και σιωνιστής ηγέτης, εβραϊκής καταγωγής. Ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και έγινε διευθυντής της επιθεώρησης Αριέλ, από τις στήλες της οποίας καταπολέμησε με πάθος τους εχθρούς του… …   Dictionary of Greek

  • Μωυσής — I Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης, νομοθέτης του εβραϊκού λαού και ελευθερωτής του από τη δουλεία στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη διήγηση της Εξόδου, διέφυγε κατά θαυμαστό τρόπο τη διαταγή του Φαραώ για την εξολόθρευση όλων των παιδιών των Εβραίων· σώθηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»