-
1 Εχεκρατίδης
-
2 Ἐχεκρατίδης
-
3 Εχεκρατιδης
- ου ὅ Эхекратид (тиранн фессалийский, середина V в. до н.э.) Thuc., Anth. -
4 Εχεκρατίδα
Ἐχεκρατίδᾱ, Ἐχεκρατίδηςmasc nom /voc /acc dual (doric)Ἐχεκρατίδᾱ, Ἐχεκρατίδηςmasc gen sg (doric aeolic) -
5 Ἐχεκρατίδα
Ἐχεκρατίδᾱ, Ἐχεκρατίδηςmasc nom /voc /acc dual (doric)Ἐχεκρατίδᾱ, Ἐχεκρατίδηςmasc gen sg (doric aeolic) -
6 Εχεκρατίδας
Ἐχεκρατίδᾱς, Ἐχεκρατίδηςmasc acc pl (doric)Ἐχεκρατίδᾱς, Ἐχεκρατίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
7 Ἐχεκρατίδας
Ἐχεκρατίδᾱς, Ἐχεκρατίδηςmasc acc pl (doric)Ἐχεκρατίδᾱς, Ἐχεκρατίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
8 Εχεκρατίδην
-
9 Ἐχεκρατίδην
-
10 Εχεκρατίδου
-
11 Ἐχεκρατίδου
См. также в других словарях:
Ἐχεκρατίδης — masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εχεκρατίδης — (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Καταγόταν από τη Μήθυμνα της Λέσβου και ανήκε στην Περιπατητική σχολή. Ήταν φίλος του Αριστοτέλη. Αναφέρεται μόνο από τον ιστορικό Βυζάντιο και δεν σώζεται κανένα έργο του … Dictionary of Greek
Ἐχεκρατίδην — Ἐχεκρατίδης masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐχεκρατίδου — Ἐχεκρατίδης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐχεκρατίδα — Ἐχεκρατίδᾱ , Ἐχεκρατίδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἐχεκρατίδᾱ , Ἐχεκρατίδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐχεκρατίδας — Ἐχεκρατίδᾱς , Ἐχεκρατίδης masc acc pl (doric) Ἐχεκρατίδᾱς , Ἐχεκρατίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)