-
1 ερίτιμος
-
2 ἐρίτιμος
-
3 Ἐρίτιμος
Ἐρῐτῑμος acc. to Σ ad loc., son of Terpsias and nephew of Ptoiodoros, q. v., cf. P. Oxy. 2623, fr. 21a. 7. Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί (e Σ Er. Schmid: ἐρίτιμοι codd.) O. 13.42 -
4 ἐρίτιμος
ἐρί-τῑμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίτιμος
-
5 ἐρίτῖμος
ἐρί - τῖμος ( τῖμή): highly - prized, precious, Il. 2.447. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρίτῖμος
-
6 εριτιμότερον
ἐριτῑμότερον, ἐρίτιμοςhighly-prized: adverbial compἐριτῑμότερον, ἐρίτιμοςhighly-prized: masc acc comp sgἐριτῑμότερον, ἐρίτιμοςhighly-prized: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἐριτιμότερον
ἐριτῑμότερον, ἐρίτιμοςhighly-prized: adverbial compἐριτῑμότερον, ἐρίτιμοςhighly-prized: masc acc comp sgἐριτῑμότερον, ἐρίτιμοςhighly-prized: neut nom /voc /acc comp sg -
8 εριτίμως
ἐριτί̱μως, ἐρίτιμοςhighly-prized: adverbialἐριτί̱μως, ἐρίτιμοςhighly-prized: masc /fem acc pl (doric) -
9 ἐριτίμως
ἐριτί̱μως, ἐρίτιμοςhighly-prized: adverbialἐριτί̱μως, ἐρίτιμοςhighly-prized: masc /fem acc pl (doric) -
10 ερίτιμον
ἐρίτῑμον, ἐρίτιμοςhighly-prized: masc /fem acc sgἐρίτῑμον, ἐρίτιμοςhighly-prized: neut nom /voc /acc sg -
11 ἐρίτιμον
ἐρίτῑμον, ἐρίτιμοςhighly-prized: masc /fem acc sgἐρίτῑμον, ἐρίτιμοςhighly-prized: neut nom /voc /acc sg -
12 εριτιμότατος
-
13 ἐριτιμότατος
-
14 εριτίμοιο
-
15 ἐριτίμοιο
-
16 εριτίμοις
-
17 ἐριτίμοις
-
18 εριτίμου
-
19 ἐριτίμου
-
20 εριτίμους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) … Dictionary of Greek
ἐρίτιμος — ἐρίτῑμος , ἐρίτιμος highly prized masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίτιμος — η, ο 1. για πράγματα, ο πολύτιμος, ο μεγάλης αξίας. 2. για πρόσωπα, ο εντιμότατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐριτιμότερον — ἐριτῑμότερον , ἐρίτιμος highly prized adverbial comp ἐριτῑμότερον , ἐρίτιμος highly prized masc acc comp sg ἐριτῑμότερον , ἐρίτιμος highly prized neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
ἐριτίμως — ἐριτί̱μως , ἐρίτιμος highly prized adverbial ἐριτί̱μως , ἐρίτιμος highly prized masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίτιμον — ἐρίτῑμον , ἐρίτιμος highly prized masc/fem acc sg ἐρίτῑμον , ἐρίτιμος highly prized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
αχώριστα μόρια — Μονοσύλλαβες ή σπανιότερα δισύλλαβες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που παλιότερα είχαν μία αυτοτέλεια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά διαφόρων λέξεων. Τέτοια μόρια είναι η συλλαβική αύξηση ε (έδωσε) το στερητικό α (αχώριστος,… … Dictionary of Greek
ἐριτιμότατος — ἐριτῑμότατος , ἐρίτιμος highly prized masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριτίμοιο — ἐριτί̱μοιο , ἐρίτιμος highly prized masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)