-
1 Ερυσίχθον'
Ἐρυσίχθονα, Ἐρυσίχθωνmasc acc sgἘρυσίχθονι, Ἐρυσίχθωνmasc dat sgἘρυσίχθονε, Ἐρυσίχθωνmasc nom /voc /acc dual -
2 Ἐρυσίχθον'
Ἐρυσίχθονα, Ἐρυσίχθωνmasc acc sgἘρυσίχθονι, Ἐρυσίχθωνmasc dat sgἘρυσίχθονε, Ἐρυσίχθωνmasc nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
Ἐρυσίχθον' — Ἐρυσίχθονα , Ἐρυσίχθων masc acc sg Ἐρυσίχθονι , Ἐρυσίχθων masc dat sg Ἐρυσίχθονε , Ἐρυσίχθων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)