-
1 Ερέβους
-
2 Ἐρέβους
-
3 ερέβους
-
4 ἐρέβους
-
5 κολπος
ὅ тж. pl.1) грудь(παῖδα ἐπὴ κόλπον ἔχειν Hom.; δάκρυσι κόλπους τέγγειν Aesch.)
2) женское лоно, чрево, утроба(ἐν κόλποις Λήδας Eur.)
οἱ γυναικεῖοι κόλποι Sext. = ὑστέρα3) анат. складка, пазуха(τῆς κοιλίας Arst.)
4) складки платья (на груди), пазуха(τοῦ χιτῶνος Her.; πεπλώματος Aesch.; κρύπτειν τι κόλποις Pind.; ἐνθέσθαι τι εἰς τὸν κόλπον Plut.)
5) перен. лоно, пучина(θαλάσσης, ἁλός Hom.; αἰθέρος Pind.; Ἐρέβους Arph.)
6) залив, бухта(βαθύς Hom.; Μηλιεύς Aesch.; Ἰνδικός Arst.)
κ. Ῥέας Aesch. — залив Реи, т.е. Ионическое море7) долина, лощина(Νεμέας Pind.)
-
6 κόλπος
κόλπος, ὁ,A bosom, lap,παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσα Il.6.400
; ἂψ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐκλίνθη ib. 467; ἡ δ' ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ (cf. 111.1) ib. 483; ἱμάντα τέῳ ἐγκάτθεο κ. put the girdle in thy bosom, 14.219;εἰς κόλπον πτύσαι Thphr.Char.16.15
(cf. πτύω); ἐν κόλπῳ εἶχες ὄφιν Thgn.602
;ὁ κ. Αβραάμ Ev.Luc.16.22
; freq. of pet birds or animals,τρέφειν ἐν κ. Herod.6.102
; κυνίδιον ἐν κόλπῳ τιθηνούμενον lap-dog, Plu.2.472c;κίσσαν ἐκ μέσων τῶν κόλπων ἁρπάσας Luc.Jud.Voc.8
; so : metaph.,εἰς τοὺς εὐανθεῖς κ. λειμώνων Ar.Ra. 373
(lyr.); (lyr.); also τὰ ὑπὸ κόλπου, = τὰ ἀφροδίσια, Luc.Alex.39.2 = αἰδοῖον γυναικεῖον, esp. vagina, Sor.1.16, al., Ruf.Onom. 196, Poll.2.222: pl., Sor.1.70b, S.E.M.5.62.b κόλποι τῆς ὑστέρας supposed sinuses in the womb, Hp.Nat.Puer.31, Sor.1.9 (sg.), Gal.UP14.4.c in poets more vaguely of the whole sinus genitalis, womb, in pl., E.Hel. 1145 (lyr.), Call.Jov.15: sg., Id.Del. 214;δεσποίνας ὑπὸ κόλπον ἔδυν Orph.Fr. 32c
.8; θεὸς διὰ κόλπου ib. 31i24: metaph., of the grave,σῶμα σὸν ἐν κόλποις.. γαῖα καλύπτει IG2.3839
, cf. 3412, Epigr.Gr.214.7 ([place name] Rhenea); κ. ἡμερῶν, of the womb of time, Ezek.Exag.39.d of other cavities, οἱ κ. τῆς κοιλίας, in the ἐχῖνος, Arist.HA 530b27; of the ventricles of the heart, Poll.2.216.II fold of a garment, esp. as it fell over the girdle, freq. in pl.,δεύοντο δὲ δάκρυσι κ. Il.9.570
, cf. A.Pers. 539 (anap.), etc.: also in sg.,κ. βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Hdt.6.125
; κόλπον ἀνιεμένη letting down the bosom of her robe, i.e. baring her breast, Il.22.80;ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι Theoc.15.134
; κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις, i.e. she concealed her pregnancy by the loose folds of her robe, Pi.O.6.31;κατακρύψασ' ὑπὸ κόλπῳ Od.15.469
;κόλπῳ φέρουσα.. πεπλώματος A.Th. 1044
; ὑπὸ κόλπου (v.l. -ῳ) χεῖρας ἔχειν 'keep one's hand in one's pocket', of a stingy person, Theoc.16.16;ὑπὸ κόλπου Luc.Herm.37
, 81, Hes.2, Merc.Cond.27; ὑπὸ κόλπον Hsch.s.v. μασχαλοληπτεῖ, v.l. in Luc.Ind.12.1 of the sea, first in a half-literal sense, of a sea-goddess, Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ received him in her bosom, Il.6.136, cf. supr.1.1: generally,δῦτε θαλάσσης εὐρέα κ. 18.140
, cf. Od.4.435; εἴσω ἁλὸς εὐρέα κ. ll.21.125: in pl.,κατὰ δεινοὺς κ. ἁλός Od.5.52
; alsoκόλποι αἰθέρος Pi.O.13.88
;Ἐρέβους ἐν ἀπείροσι κ. Ar. Av. 694
.2 bay, gulf, Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κ. ἐχούσας, i.e. βαθὺν κατεχούσας κόλπον, Il.2.560;Μηλιεὺς κ. A.Pers. 486
; κ. Ῥέας, i.e. the Adriatic, Id.Pr. 837;Τυρσηνικὸς κ. S.Fr. 598
, cf. Hdt.2.11, 7.58, 198, Th.2.90, etc.3 vale,κ. Ἀργεῖος Pi.P.4.49
;Νεμέας Id.O.9.87
, cf. 14.23;Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S.Ant. 1121
(lyr.);κ. Τροίας E.Tr. 130
(lyr.);Πιερικὸς κ. Th.2.99
, cf. X.HG 6.5.17.4 of a fortified site, salient, Ph.Bel.86.8.IV in Tactics, enveloping force, Onos.21.5. -
7 Ἔρεβος
A , [dialect] Ion.Ἐρέβευς Il.8.368
, Od.11.37, Ἐρέβεσφιν or Ἐρέβευσφιν, Hes.Th. 669, h.Cer. 349,ἐξ Ἐρεβ- Il.9.572
: no dat. or pl. occurs:—Erebos, a place of nether darkness, forming a passage from Earth to Hades, Il.16.327, Od.10.528, al., Hes.Th. 515, etc. ; rare in Prose, Pl.Ax. 371e, Plu.2.953a, 1130d: metaph., ἔ. ὕφαλον the darkness of the deep, S.Ant. 589(lyr.) ; of a riddle,ἀξυνέτοις ἔ. AP7.429
(Alc.).
См. также в других словарях:
Ἐρέβους — Ἔρεβος Erebos neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέβους — ἔρεβος gen sg (attic epic doric ionic) ἔρεβος neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
Zyranna Zateli — Infobox Writer name = Zyranna Zateli Ζυράννα Ζατέλη imagesize = caption = pseudonym = birthdate = 1951 birthplace = deathdate = deathplace = occupation = novelist nationality = Greek period = 1984 ndash; genre = subject = movement = debut works … Wikipedia
αιθήρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος της Νύχτας και του Ερέβους και αδελφός της Ημέρας. Ο Βιργίλιος, αργότερα, τον ταύτισε με τον Δία. * * * αἰθήρ ( έρος), ο (Α) βλ. αιθέρας … Dictionary of Greek
ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
παρώνυμος — ον, ΜΑ αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώνυμον α) η επονομασία β) το επώνυμο αρχ. επίθ. σχηματισμένος με ελαφρά αλλαγή, παράγωγος. επίρρ... παρωνύμως αρχ. μσν. με σχηματισμό νέου ονόματος από κάποιο άλλο με μικρή μεταβολή («ὁ θρασὺς παρὰ τὸ θράσος … Dictionary of Greek
χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek