-
1 Επιγόνοις
-
2 Ἐπιγόνοις
-
3 επιγόνοις
-
4 ἐπιγόνοις
См. также в других словарях:
Ἐπιγόνοις — Ἐπίγονος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγόνοις — ἐπίγονος born besides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγονος — (3ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, είχε φιλοτεχνήσει πολλά αγάλματα μεταξύ των οποίων ενός σαλπιγκτή και το σύμπλεγμα μιας νεκρής μητέρας με ένα παιδάκι δίπλα της. Η υπογραφή ενός γλύπτη Ε. εμφανίζεται σε τρία βάθρα αγαλμάτων… … Dictionary of Greek