Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Ἐλλανίς

См. также в других словарях:

  • Ἑλλανίς — Ἑλλᾱνίς , Ἑλληνίς Grecian woman fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»