-
1 στρατιά
στρατιά, ἡ, ion. στρατιή, Kriegsheer; Ἐλλανίς, Pind. P. 11, 50, u. öfter; Περσῶν στρατιὰν ὀλέσας, Aesch. Pers. 534, στέλλων στρατιάν, Ag. 773, u. oft, wie Eur., Ar. Ach. 149; Her. u. sonst in Prosa, στρατιὰν παρεσκευάζοντο Thuc. 1, 27, ναυτική, πεζική, 6, 33, u. Folgde; bes. die gemeinen Soldaten. Nach Ammon. mehr als στρατός, τὸ τῶν στρατιωτῶν πλῆϑος, Heeresmacht. – Bei Ar. u. einzeln bei andern Schriftstellern (vgl. Krüger zu Thuc. 1, 3) ist es, wie στρατεία, Feldzug; ἐν στρατιαῖς τε καὶ μάχαις, Equ. 586; ἐπὶ στρατιᾶς, Vesp. 354. 557; μ ονοκοιτοῠμεν διὰ τὰς στρατιάς, Eccl. 592; στρατιὰν συνῆλϑον, Thuc. 1, 3; vgl. τὸν ἐπὶ Τροίαν ἀγαγόντα τἡν πολλὴν στρατιάν, Plat. Apol. 41 b.
См. также в других словарях:
Ἑλλανίς — Ἑλλᾱνίς , Ἑλληνίς Grecian woman fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek