-
41 ἀνάκλισις
-εως ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Ct 1,12lying or leaning back; *Ct 1,12 ἐν ἀνακλίσει at table or corr.? ἀνακυκλήσει for MT במסבו while he was in the surroundings (of Jerusalem), cpr. 2 Kgs 23,5Cf. KATZ 1938, 34 -
42 ἀνάκρισις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 3 Mc 7,5inquiry, examinationCf. BICKERMAN 1935b=1986 110-111; →TWNT -
43 ἀνάλημψις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 PSal 4,18taking up, taking away, removal→NIDNTT; TWNT -
44 ἀνάλωσις
-εως ἡ N 3 1-0-3-0-0=4 Dt 28,20; Ez 15,4.6; 16,20consumption, wasting -
45 ἀνάμειξις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 PSal 2,13mingling, sexual intercourse -
46 ἀνάμνησις
-εως + ἡ N 3 2-0-0-2-1=5 Lv 24,7; Nm 10,10; Ps 37(38),1; 69 (70),1; Wis 16,6calling to mind, reminiscence, remem-branceCf. CAIRD 1968b=1972 115; DANIEL, S. 1966 160-161.226.235-237; JONES, D. 1955 183-191;KILPATRICK 1975, 35-40; →NIDNTT; TWNT -
47 ἀνάνευσις
-εως ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Ps 72(73),4rejection, refusal; neol.?Cf. CAIRD 1968b=1972 115 -
48 ἀνανέωσις
-εως + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 1 Mc 12,17 -
49 ἄναξις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 PSal 18,5bringing up, raising up -
50 ἀνάπαυσις
-εως + ἡ N 3 15-2-13-13-18=61 Gn 8,9; 49,15; Ex 16,23; 23,12; 31,15repose, rest (sometimes pl.) Gn 8,9; resting place Gn 49,15; fallow land Is 28,2; a day of rest (Sabbat) Lv 16,31*Jb 7,18 εἰς ἀνάπαυσιν until the (time of) rest?-לרגעים ָרגֵַע repose for MT לרגעים ֶרגַע (second meaning)Cf. DANIEL, S. 1966, 198; HARLE 1988 155-156(Lv 16,31); LE BOULLUEC 1989 57.186. 236.317;WALTERS 1973 160.161.308.320. 329.342; WEVERS 1990 255.514.575; →NIDNTT; TWNT -
51 ἀναπλήρωσις
-εως ἡ N 3 0-0-0-3-1=4 DnLXX 9,2; Dn 12,13; 1 Ezr 1,54 -
52 ἀναπτέρωσις
-εως ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 PSal 4,12clamour; λόγοι ἀναπτερώσεως clamorous words -
53 ἀνάστασις
-εως + ἡ N 3 0-0-1-2-2=5 Zph 3,8; Ps 65(66),1; Lam 3,63; DnLXX 11,20; 2 Mc 7,14rising up, standing up Lam 3,63; rising up, resurrection Ps 65(66),1→NIDNTT -
54 ἀναφορεύς
-έως ὁ N 3 14-4-0-0-0=18 Ex 25,13.14.15.27.28bearer, carrying pole, stave; neol.Cf. DANIEL, S. 1966, 79; DORIVAL 1994, 120; LE BOULLUEC 1989, 256 -
55 ἀνάψυξις
-εως + ἡ N 3 1-0-0-0-0=1 Ex 8,11relief, respiteCf. HORSLEY 1987, 262; LE BOULLUEC 1989, 125; →TWNT -
56 ἄνεσις
-εως + ἡ N 3 0-1-0-1-4=6 2 Chr 23,15; Ezr 4,22; 1 Ezr 4,62; Od 12,10; Sir 15,20indulgence, licence 2 Chr 23,15; re-mission, liberty 1 Ezr 4,62; permission Sir 15,20→ADRADOS; TWNT -
57 ἀνθομολόγησις
-
58 ἀντάμειψις
-εως ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Ps 118(119),112exchanging, requital; neol.Cf. HELBING 1907, 113 -
59 ἀνταπόδοσις
-εως + ἡ N 3 0-3-6-6-0=15 JgsB 9,16; 16,28; 2 Sm 19,37; Is 34,8; 61,2giving back in return, rendering, requiting, repayment, recompense JgsB 16,28; retribution Is 61,2;reward Ps 18(19),12*Ps 68(69),23 ἀνταπόδοσιν recompense ִמיםוּלּשִׁ for MT ִמיםוֹלשְׁ those at ease?Cf. CAIRD 1968b=1972 117; →NIDNTT -
60 ἀνταπόκρισις
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek