Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἕωλος

См. также в других словарях:

  • ἕωλος — a day old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… …   Dictionary of Greek

  • ἑωλότερον — ἕωλος a day old adverbial comp ἕωλος a day old masc acc comp sg ἕωλος a day old neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕωλον — ἕωλος a day old masc/fem acc sg ἕωλος a day old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλότερα — ἕωλος a day old neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑώλοις — ἕωλος a day old masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑώλοισι — ἕωλος a day old masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑώλου — ἕωλος a day old masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑώλους — ἕωλος a day old masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑώλων — ἕωλος a day old masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑώλῳ — ἕωλος a day old masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»