Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἕποιτο

См. также в других словарях:

  • ἕποιτο — ἕπομαι pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕποιθ' — ἕποιτο , ἕπομαι pres opt mp 3rd sg ἕποιτε , ἕπομαι pres opt act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕποιτ' — ἕποιτο , ἕπομαι pres opt mp 3rd sg ἕποιτε , ἕπομαι pres opt act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»