Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕλκ-ηθρον

См. также в других словарях:

  • θορύβηθρον — θορύβηθρον, τὸ (Α) το φυτό λεοντοπέταλο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + επίθημα ηθρον (πρβλ. ελκ ηθρον, στέργ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • λείβηθρον — λείβηθρον, τὸ (ΑM) 1. υγρός τόπος, τόπος με υγρασία 2. διώρυγα αρχ. 1. (ως τοπωνύμιο) τὸ Λείβηθρον ορεινή περιοχή τής Θράκης, όπου κατοικούσε ο Ορφέας 2. παροιμ. «ᾄδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων» και «Λειβηθρίων άνοητότεροι» λεγόταν επειδή οι… …   Dictionary of Greek

  • σκανδάληθρο — το / σκανδάληθρον, ΝΑ επικαμπές τεμάχιο ξύλου στις παγίδες, όπου τοποθετείται το δόλωμα και το οποίο, καθώς τό ακουμπά το ζώο, αναπηδά κλείνοντας την παγίδα, το ρόπτρο αρχ. φρ. «σκανδάληθρ ἱστὰς ἐπῶν» μτφ. στήνοντας παγίδες λόγων, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • στέργηθρον — τὸ, ΜΑ 1. (ως ονομασία φυτού) ερωτικό φίλτρο 2. ο έρωτας, η αγάπη («τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει στέργηθρον», Αισχύλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «στέργηθρον ὁ πόθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέργω «αγαπώ» + επίθημα ηθρον (πρβλ. θορύβ ηθρον, ἕλκ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • κήληθρον — κήληθρον, τὸ (Α) κήλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, μέλπ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • λίβηθρον — λίβηθρον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) λείβηθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα λιβ τού λείβω + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, θορύβ ηθρον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»